ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Category: General

Α’ Τον άγγελο τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια κοιτάζοντας πολύ κοντά τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα. Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα. Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.

Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν. Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει. Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής. Β’ Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά. Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία: τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής. Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα. Γ’ Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.

Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει. Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα. Δ’ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ Και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον: τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή. Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν.

Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου μέσα στο ηλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με καλαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας. Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.

Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης με τ’ αυλάκι του τιμονιού με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη. Ε’ Δεν τους γνωρίσαμε ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά. Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια, φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.

Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα, και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι. Οι φίλοι μας έφυγαν ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή, πέρα από τ’ αγάλματα. ΣΤ’ Μ.Ρ. Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο πίσω από το θολό τζάμι.

Η κάμαρά σου θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνουνται οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε. Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες κοντά στα καινούργια λατομεία, ένα γυαλί θαμπό θα το ‘χει κόψει από τις ώρες σου. Δε θ’ ανασάνεις, το χώμα κι ο χυμός των δέντρων θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή από τον έξω κόσμο.

Ζ’ ΝΟΤΙΑΣ Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά. Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει, αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα. Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές. Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε τόσους μήνες και τα ρίχνουμε μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει. Άστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λάδι πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου. Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.

Ύστερα από το πικρό ψωμί της ξενιτιάς τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι. Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά κι εσένα. Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας; Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει, ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς; Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου. H’ Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια. Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα από λιμάνι σε λιμάνι; Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα, κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας κι εκείνης της θάλασσας, χωρίς αφή χωρίς ανθρώπους μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας ούτε δική σας. Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά ένα ελάχιστο διάστημα. Θ’ Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.

Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει. Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά του αλατιού της άλλης τρικυμίας. Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή, το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα, αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή. Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια. Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Ι’ Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.

Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας; Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

ΙΑ’ Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι, μέσα στην ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες πάνω στους μαύρους βράχους τα σχήματα των δέντρων και τα σπίτια με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια. ΙΒ’ ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και παραπάνω το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη και παραπάνω ακόμη πολλές φορές το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά, να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε. Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη. Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα και το παίξαμε στα ζάρια. Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε. Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά. ΙΓ’ ΥΔΡΑ Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές. Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε, σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά, τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.

Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα. Θα ήταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν θα ήταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν θα ήταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα το γύρευες τι γύρευες μπροστά στη στάχτη ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο, την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες σου ‘δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος, τι γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τι γύρευες;

ΙΔ’ Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε. ΙΕ’ Quid πλατανών opacissimus? Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα, ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως, μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό. Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη, ενωμένη με τη σιωπή σου βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει, να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε. Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε. Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.

Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ’ τα μάρμαρα, χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας. Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη. ΙΣΤ’ όνομα δ’ Ορέστης Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη, πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες σειρές. Οι άνθρωποι που με κοιτάζουν, που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν.

Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν; Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ’ ανάψει; Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.

Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα εγώ που μάχομαι εδώ-πέρα, πόσοι γύροι; και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο, τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τι να την κάνεις τη δύναμη, δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα, με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό, τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται, χωρίς συχώρεση.

ΙΖ’ ΑΣΤΥΑΝΑΞ Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι, μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες και έλαμπαν όπλα και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν την πράσινη επιφάνεια του νερού στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια. Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα. ΙΗ’ Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα. Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα. Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα, δεν έχω άλλη συντροφιά. Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.

ΙΘ’ Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ το κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν. Κ’ [ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ] Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού θα με παρασύρουν; Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου, βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

ΚΑ’ Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητούς και μια δική του δικαιοσύνη πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία, οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν και χαμογελάνε μέσα σε μία παράξενη ησυχία.

ΚΒ’ Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε, μα παραπέρα και πίσω η μνήμη σαν το άσπρο πανί μια νύχτα σε μια μάντρα που είδαμε οράματα παράξενα, περισσότερο κι από σένα, να περνούν και να χάνουνται μέσα στο ακίνητο φύλλωμα μιας πιπεριάς γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις θα μπορέσουμε; γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν, χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα, βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα, θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;

ΚΓ’ Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζει λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. ΚΔ’ Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη. Δεκέμβρης 1933 – Δεκέμβρης 1934

Share:

Δείτε Επίσης:

Μενού